- υπαίθω
- Α1. υποκαίω («καὶ πῶς ὑπαίθων σῶμ' ἂν ἰῴμην τὸ σόν;», Σοφ.)2. μτφ. (για τον έρωτα) φλέγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + αἴθω «ανάβω, καίω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπαίθεσθαι — ὑπαίθω inflame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαίθων — ὑπαίθω inflame pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)